ἀγάθεος

ἀγάθεος
ἀ̱γάθεος , ἠγάθεος
most holy
masc nom sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ηγάθεος — ἠγάθεος, έη, ον, δωρ. τ. άγάθεος (Α) (για τόπους που βρίσκονται κάτω από την προστασία θεών) πολύ θείος, πολύ ιερός, αγιότατος («ἠγάθεος Πύλος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατικό πρόθημα αγα * + θεός, με μετρική έκταση τού αρχικού α] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”